μοχλός

μοχλός
Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η άλλη), εφαρμοσμένων σε δύο διαφορετικά σημεία, εκτός του υπομοχλίου. Ο μ. ισορροπεί όταν το γινόμενο της έντασης της πρώτης δύναμης (κινητήρια δύναμη ή ισχύς ή απλώς δύναμη) επί την απόσταση του άξονα εφαρμογής της από το υπομόχλιο (βραχίονας) είναι ίση προς το ανάλογο γινόμενο της δεύτερης δύναμης (αντιδρώσα δύναμη ή αντίδραση). Η ισορροπία του μ. είναι επομένως δυνατή και κάτω από την επίδραση δύο δυνάμεων διαφορετικών εντάσεων, αρκεί η μικρότερη να έχει βραχίονα ανάλογα μεγαλύτερο της άλλης· με τον τρόπο αυτό, ο μ. λειτουργεί ως απλή μηχανή με την οποία μια κινητήρια δύναμη είναι σε θέση να υπερνικήσει μια αντίδραση πολύ μεγαλύτερης έντασης. Αντίθετα, αν οι βραχίονες των δύο δυνάμεων είναι ίσοι, η συνθήκη ισορροπίας επιβάλλει την ισότητα και των εφαρμοσμένων δυνάμεων. Στην περίπτωση αυτή ο μ. χρησιμοποιείται ως όργανο κατάλληλο για τη σύγκριση δύο δυνάμεων (ζυγός). Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι ένας μ. δεν είναι ποτέ σε θέση να δώσει έργο περισσότερο από την ενέργεια που δέχεται. Ονομάζονται μ. πρώτου είδους εκείνοι στους οποίους το υπομόχλιο βρίσκεται μεταξύ των αξόνων εφαρμογής της δύναμης και της αντίδρασης (όπως στις απλές περιπτώσεις ενός λοστού ή ψαλιδιού)· μ. δεύτερου είδους ή μ. εσωτερικής αντίδρασης είναι εκείνοι που έχουν το υπομόχλιο εξωτερικά προς το μέρος της αντίδρασης. Η απλούστερη μορφή τους είναι ο καρυοθραύστης. Τέλος, στο τρίτο είδος ανήκουν οι λεγόμενοι μ. εσωτερικής δύναμης, εκείνοι δηλαδή που έχουν το υπομόχλιο εξωτερικά προς το μέρος της δύναμης. (π.χ. το πεντάλ του γκαζιού στο αυτοκίνητο). διβραχιόνιος μ. Άκαμπτος βραχίονας που μπορεί να ταλαντώνεται γύρω από ένα ενδιάμεσο σημείο, ενώ στα δύο άκρα του εφαρμόζονται δύο εγκάρσιες δυνάμεις. Οι διβραχιόνιοι μ. στήριξης, που χρησιμεύουν για την κατανομή ενός φορτίου σε περισσότερα σημεία στήριξης, αποτελούνται από έναν ευθύγραμμο άξονα με δύο έδρανα στα άκρα και ένα στο μέσον. Το φορτίο, καθώς στηρίζεται στο μεσαίο έδρανο, μεταβιβάζεται με τα ακραία έδρανα στα σημεία στήριξης, που είναι συνήθως ευθέα ελατήρια κάμψης (σιδηροδρομικά οχήματα κλπ.). Οι διβραχιόνιοι μ. για τη μετατροπή μιας περιστροφικής κίνησης σε παλινδρομική και αντίθετα, αποτελούνται από ένα κεκαμμένο βραχίονα, ο οποίος φέρει μια ενδιάμεση άρθρωση. Στο ένα άκρο δρα ένα ειδικό όργανο που έχει περιστροφική κίνηση. Το άλλο άκρο στηρίζεται επάνω στο ελεγχόμενο όργανο και το υποχρεώνει να κινηθεί παλινδρομικά (διανομή κινητήρων εσωτερικής καύσης κλπ.). Διβραχιόνιοι μ. με αντίβαρο χρησιμοποιούνται π.χ. στις χειροκίνητες αλλαγές των σιδηροδρόμων. Ένας διβραχιόνιος μ. σε σχήμα σφονδύλου, ο οποίος ταλαντώνεται γύρω από τον άξονά του με ένα ελικοειδές ελατήριο, είναι αυτός που χρησιμοποιείται σε μερικούς τύπους ρολογιών, με περιορισμό να διατηρεί σταθερή τη λειτουργία τους. Οι μοχλοί ταξινομούνται σε τρία είδη: στο πρώτο είδος ανήκουν οι μοχλοί που έχουν το υπομόχλιο (Υ) μεταξύ του σημείου εφαρμογής της δύναμης (Δ) και του σημείου εφαρμογής της αντίδρασης (Α) (π.χ. ο λοστός της εικόνας). Στους μοχλούς δεύτερου είδους, το σημείο εφαρμογής της αντίδρασης Α βρίσκεται μεταξύ του υπομοχλίου Υ και του σημείου εφαρμογής της δύναμης Δ (π.χ. η χειράμαξα της εικόνας). Στους μοχλούς τρίτου είδους, το σημείο εφαρμογής της δύναμης Δ βρίσκεται ανάμεσα στο υπομόχλιο Υ και στο σημείο εφαρμογής της αντίδρασης Α (π.χ. το ποδόπληκτρο της εικόνας).
* * *
ο (ΑΜ μοχλός, Α ιων. τ. μοκλός)
1. μεταλλική ή ξύλινη ράβδος η οποία χρησιμοποιείται για την ανύψωση, μετακίνηση ή μετατόπιση βαρέων σωμάτων, λοστός, μανιβέλα
2. μεταλλική ή ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται για να ασφαλίζει εσωτερικά μια πόρτα, η αμπάρα, ο περάτης («πύλας μοχλοῑς χαλᾱτε», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. φυσ. άκαμπτο σώμα που μπορεί να κινείται γύρω από σταθερό σημείο, το υπομόχλιο, και υπόκειται στην επίδραση δύο δυνάμεων, μιας κινητήριας η οποία συνήθως ονομάζεται απλώς δύναμη, και μιας ανθιστάμενης, η οποία ονομάζεται αντίσταση
2. υποστήριγμα («ο σύζυγός της Νταραδήμος είχεν ανάγκην μοχλού δια να σταθεί εις τους πόδας του», Παπαδ.)
3. μτφ. α) υποκινητής μιας ενέργειας ή μέσο, ενδιάμεσος παράγοντας (α. «κύριος μοχλός τής εξέγερσης ήταν οι νέοι» β. «χρησιμοποιούν διάφορες οργανώσεις ως μοχλό για την άσκηση τής εξουσίας»)
4. φρ. α) «μοχλός πρώτου είδους» — ο μοχλός στον οποίο το υπομόχλιο βρίσκεται μεταξύ τής δύναμης και τής αντίστασης, λ.χ. το ψαλίδι ή η τανάλια
β) «μοχλός δεύτερου είδους» — ο μοχλός στον οποίο το υπομόχλιο βρίσκεται στο ένα άκρο και η αντίσταση βρίσκεται ανάμεσα σε αυτό και στη δύναμη, όπως είναι λ.χ. ο καρυοθραύστης ή η χειράμαξα
γ) «μοχλός τρίτου είδους» — μοχλός στον οποίο το υπομόχλιο βρίσκεται επίσης στο ένα άκρο του αλλά η δύναμη ασκείται ανάμεσα σ' αυτό και στην αντίσταση, όπως είναι λ.χ. η λαβίδα τής ζάχαρης ή ο αντιβραχίονας τού ανθρώπου
δ) «μοχλός αλλαγής ταχυτήτων» ή «μοχλός ταχυτήτων»
τεχνολ. στέλεχος που φέρει λαβή στο έξω άκρο του, ενώ το άλλο άκρο του είναι συνδεδεμένο με το κιβώτιο ταχυτήτων, και το οποίο χρησιμεύει για τον έλεγχο και την αλλαγή τής ταχύτητας ενός οχήματος, ιδίως τού αυτοκινήτου
αρχ.
1. καθετί που χρησιμεύει ως ασφαλιστικό μέσο («θάρσει
μέγας σοι τοῡδ' ἐγὼ φόβου μοχλός», Σοφ.)
2. κάθε ξύλο όμοιο με μοχλό («ὅστις τολμήσειεν ἐμοὶ σὺν μοχλὸν ἀεὶρας τρῑψαι ἐν ὀφθαλμῷ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από *μογ-σλο-ς, που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *smog- «ταλαιπωρούμαι από βαρύ φορτίο» και συνδέεται με τα μογείο, μόγος και μόχθος. Η λ. εμφανίζει επίθημα -slo-, δηλωτικό τού οργάνου, πρβλ. λατ. pālus «παλούκι» (< *pak-slos). Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε *mōlos «μοχλός» και συνδέεται με λατ. mōlior. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. myaks- «προσκολλώ» (πρβλ. μόχθος).
ΠΑΡ. μοχλεύω
αρχ.
μοχλικός, μοχλίον, μοχλίσκος, μοχλώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μοχλοειδής, μοχλόλιθος, μοχλοποιώ
νεοελλ.
μοχλοβραχίονας, μοχλοπέδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοχλός — bar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλός — ο 1. ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, ο λοστός. 2. (φυσ.), κάθε στερεό σώμα που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από σταθερό άξονα (υπομόχλιο). 3. μτφ., ο βασικός παράγοντας, ο υποκινητής μιας ενέργειας: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… …   Dictionary of Greek

  • μοχλοί — μοχλός bar masc nom/voc pl μοχλόω bolt pres subj mp 2nd sg μοχλόω bolt pres ind mp 2nd sg μοχλόω bolt pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλούς — μοχλός bar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλέ — μοχλός bar masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλῷ — μοχλός bar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλόν — μοχλός bar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομόχλιο — Στη μηχανική είναι ένα σημείο που καθορίζεται σαφώς σε κάθε σχηματική παράσταση και συμπίπτει με τον άξονα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ένας μοχλός ή με το σημείο προβολής (ίχνος) του ίδιου άξονα σ’ ένα κάθετο επίπεδο. Στην περίπτωση του… …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”